- επίμετρο
- τοη προσθήκη, ό,τι μπαίνει ως συμπλήρωμα: Επίμετρο συγγράμματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επίμετρο — το (Α ἐπίμετρον) [επιμετρώ] 1. προσθήκη, συμπλήρωση για να ολοκληρωθεί το μέτρο 2. φρ. «εἰς ἐπίμετρον», «ἐν ἐπιμέτρῳ» επί πλέον, επιπρόσθετα νεοελλ. κεφάλαιο που προστίθεται στο τέλος συγγράμματος αρχ. αυτό που προστίθεται ως περισσό, παραπάνω… … Dictionary of Greek
Konstantinos A. Dimadis — Κωνσταντίνος Α. Δημάδης (* 1940) ist ein griechischer Neogräzist und emeritierter Professor für Neogräzistik an der Freien Universität Berlin. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Arbeitsschwerpunkte 3 Schriften … Deutsch Wikipedia
προσενδαψιλεύομαι — Α δίνω παραπάνω από όσα συμφωνήθηκαν, δίνω ως επίμετρο («δεῑ καὶ τρίτον τῶν φοβερῶν προσενδαψιλεύεσθαι, τὸν λιμόν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐνδαψιλεύομαι «χορηγώ με αφθονία, απλόχερα»] … Dictionary of Greek
πρόσδομα — τὸ, Μ [προσδίδωμι] αυτό που δίνεται ως προσθήκη, ως επίμετρο … Dictionary of Greek
συνεπιμετρώ — έω, Μ [ἐπιμετρῶ] προσθέτω ως επίμετρο … Dictionary of Greek
Λακτάντιος, Λούκιος Καικίλιος Φιρμιανός — (Lucius Caecilius Firmianus Lactantius, 3ος 4ος αι. μ.Χ.). Χριστιανός απολογητής, αφρικανικής καταγωγής. Ήταν ρήτορας στη Νικομήδεια και δάσκαλος του Κρίσπου, γιου του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μαθητής του Αρνοβίου, περιγράφει με ιδιαίτερη δριμύτητα … Dictionary of Greek